- τηγανίζεται
- τηγανίζωfry in apres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανέ — άκλ. τρόπος παρασκευής φαγητού κατά τον οποίο το κρέας τηγανίζεται, αφού πρώτα επιχριστεί με μίγμα από αβγά, αλεύρι και τριμμένη φρυγανιά («κοτόπουλο πανέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pane (< γαλλ. pain < λατ. panis «ψωμί»)] … Dictionary of Greek
σνίτσελ — το, Ν άκλ. είδος φαγητού κυρίως από μοσχαρήσιο κρέας, το οποίο τηγανίζεται αφού βουτηχθεί σε χτυπημένο αβγό και τριμμένη φρυγανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schnitzel «λεπτό κομμάτι κρέατος»] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
κεφτές — κεφτές, ο και κιοφτές, ο (λ. τουρκ.), είδος φαγητού από κιμά κρέατος που τηγανίζεται σε σφαιροειδείς θόλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροκέτα — η (λ. γαλλ.), μικρός βόλος από πουρέ πατάτας ή άλλου υλικού που σκεπάζεται από τριμμένη γαλέτα και αβγό και τηγανίζεται με βούτυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεροτηγανίδι — το καθετί που τηγανίζεται χωρίς λάδι ή βούτυρο, το ξεροτηγανισμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιτσίρισμα — το, ατος και τσιρτσίρισμα, το ατος 1. συριστικός ήχος (για κρέας που καίγεται ή λάδι ή βούτυρο που τηγανίζεται), τσίρισμα. 2. μτφ., βασανισμός αργός και συνεχής. 3. τερέτισμα (για πουλιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιτσιρίζω — τσιτσίρισα, και τσιρτσιρίζω 1. αμτβ., βγάζω συριστικό ήχο (για κρέας που καίγεται ή λάδι ή βούτυρο που τηγανίζεται), τσιρίζω. 2. μτφ., βασανίζω κάποιον αργά, αλλά συνέχεια: Οι Γερμανοί τον τσιτσίρισαν στα κρατητήρια. 3. τερετίζω (για πουλιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)